- ῥόδοις
- ῥόδονroseneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COSMOSANDALUS — Pausaniae, l. 1. flos idem cum haycintho, utpote cui magnitudine sit persimilis et easdem literas luctus indices habeat. Eiusdem sic meminit Cratinus, in Effoemmatis, apud Athenaeum, l. 15. Παντοίοις γε μὴν κεφαλην ἀνθέμοις ἐρέπτομαι, λειρίοις,… … Hofmann J. Lexicon universale
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek